- φακάς
- ὁ, Α1. αυτός που έχει φακίδες, φακιδιάρης2. σκωπτική προσωνυμία τού Διοσκουρίδου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. -ᾶς (πρβλ. φαγ-ᾶς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φακᾶς — φακῆ dish of lentils fem acc pl (attic doric) φακῆ dish of lentils fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόπτρο — τὸ / ῥόπτρον, ΝΜΑ βαρύ, κινητό μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο στο ένα του άκρο στην εξώπορτα τού σπιτιού για το χτύπημα τής εξώθυρας («νῡν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα», Ευρ.) αρχ. 1. ραβδί, ρόπαλο με εξόγκωμα στο άνω μέρος («Δίκης… … Dictionary of Greek
φάκοψις — όψεως, ὁ, ἡ, ΜΑ φακοφόρος*, φακᾱς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + ὄψις] … Dictionary of Greek
φακώδης — ῶδες, Α [φακός] φακοφόρος*, φακᾱς* … Dictionary of Greek